- τριθρίναξ
- ο, Νβοτ. φοινικοειδές τής Νότιας Αμερικής το οποίο καλλιεργείται στην Κυανή Ακτή.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trithrinax < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + thrinax (πρβλ. θρίναξ [ΙΙ])].
Dictionary of Greek. 2013.